- αιθρία
- ηξαστεριά: Σήμερα επιτέλους έχει αιθρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αἰθρία — αἰθρίᾱ , αἰθρία in clear weather fem nom/voc/acc dual αἰθρίᾱ , αἰθρία in clear weather fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αἰθρίᾱ , αἰθριάω expose to the air pres imperat act 2nd sg αἰθρίᾱ , αἰθριάω expose to the air imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθρία — Η ουρανοφάνεια που διαρκεί επί τουλάχιστον δύο ώρες και δημιουργείται από την απότομη μείωση της νέφωσης από το μέγιστο σημείο (10) της νεφικής κλίμακας (ουρανός νεφοσκεπής) στο σημείο 3 ή και χαμηλότερα (ουρανός καλυμμένος κατά το 1/4 ή και… … Dictionary of Greek
αἰθρίᾳ — αἰθρίαι , αἰθρία in clear weather fem nom/voc pl αἰθρίᾱͅ , αἰθρία in clear weather fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθρια — αἴθριον clear neut nom/voc/acc pl αἴθριος clear neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθρίας — αἰθρίᾱς , αἰθρία in clear weather fem acc pl αἰθρίᾱς , αἰθρία in clear weather fem gen sg (attic doric aeolic) αἰθρίᾱς , αἰθριάω expose to the air imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθρίαν — αἰθρίᾱν , αἰθρία in clear weather fem acc sg (attic doric aeolic) αἰθρίᾱν , αἰθριάω expose to the air imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) αἰθρίᾱν , αἰθριάω expose to the air imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθριάσας — αἰθριά̱σᾱς , αἰθριάω expose to the air pres part act fem acc pl (doric) αἰθριά̱σᾱς , αἰθριάω expose to the air pres part act fem gen sg (doric) αἰθριά̱σᾱς , αἰθριάω expose to the air aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθρίαι — αἰθρία in clear weather fem nom/voc pl αἰθρίᾱͅ , αἰθρία in clear weather fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθριάσουσαν — αἰθριά̱σουσαν , αἰθριάω expose to the air fut part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθρίαις — αἰθρία in clear weather fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)